τανυήλιξ

τανυήλιξ
-ήλικος, ὁ, ἡ, Α
ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + -ήλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ-ῆλιξ. Για το θ. τού α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • τανυήλικες — τανυή̱λικες , τανυῆλιξ of advanced age masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”